εμπύρευμα

εμπύρευμα
Η ύλη που δίνει το έναυσμα σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Βλ. λ. εκρηκτικές ύλες· πυρομαχικά.
* * *
το (AM ἐμπύρευμα)
νεοελλ.
μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως τής εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική ύλη, κν. καψούλι
αρχ.-μσν.
1. αναμμένο κάρβουνο σκεπασμένο με στάχτη, υπόλειμμα φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και πάλι φωτιά, κν. προσάναμμα
2. μτφ. παρόρμηση, έναυσμα («ὀλίγον ἐκ τοῡ πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβών», Ευστάθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπύρευμα — a live coal covered with ashes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπύρευμα — το, ατος το καψούλι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπυρευμάτων — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρεύματα — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρεύματι — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα …   Dictionary of Greek

  • εμπυρευματίζω — εμπυρευμάτισα, εμπυρευματίστηκα, εμπυρευματισμένος, μτβ., βάζω εμπύρευμα (βλ. λ.), εφοδιάζω με εμπύρευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • empireuma — (Del lat. empyreuma < gr. empyreuma < en, en + pyreuo.) ► sustantivo masculino QUÍMICA Olor y sabor acres y desagradables adquiridos por algunas sustancias orgánicas al someterlas a fuego violento. * * * empireuma (del lat. «empyreuma», del …   Enciclopedia Universal

  • έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”